Greek Meaning of thrift institution

Ταμιευτήριο

Other Greek words related to Ταμιευτήριο

Definitions and Meaning of thrift institution in English

Wordnet

thrift institution (n)

a depository financial institution intended to encourage personal savings and home buying

FAQs About the word thrift institution

Ταμιευτήριο

a depository financial institution intended to encourage personal savings and home buying

Οικονομία,λιτότητα,αποταμίευση,προστασία,κτηνοτροφία,φειδώ,φθηνός,πρόνοια,φρόνηση,λιτότητα

Σπατάλη,Σπατάλη,αρνητική απόδοση κλίμακος,Απρονοησία,σπατάλη,σπατάλη,σπατάλη

thrift => λιτότητα, thrifallow => χέρσος γη, thridding => πέρασμα κλωστής, thridded => σπείρω, thrid => τρίτος,