Greek Meaning of wastefulness
Σπατάλη
Other Greek words related to Σπατάλη
Nearest Words of wastefulness
- wastefully => σπάταλα
- wasteful => Μαρμέλος
- wasted => σπαταλημένος
- wastebook => βιβλίο προσωρινών καταχωρήσεων
- wasteboard => σανίδα απορρίψεων
- wastebin => κάδος απορριμμάτων
- wastebasket => Καλάθι αχρήστων
- waste product => απόβλητο προϊόν
- waste pipe => σωλήνας αποχέτευσης
- waste paper => Υπολείμματα χαρτιού
Definitions and Meaning of wastefulness in English
wastefulness (n)
the trait of wasting resources
useless or profitless activity; using or expending or consuming thoughtlessly or carelessly
FAQs About the word wastefulness
Σπατάλη
the trait of wasting resources, useless or profitless activity; using or expending or consuming thoughtlessly or carelessly
Σπατάλη,γενναιοδωρία,σπατάλη,σπατάλη,σπατάλη,Απρονοησία,Φιλελευθερισμός,αφθονία,αφθονία,Επιδεικτική κατανάλωση
Οικονομία,λιτότητα,λιτότητα,εγκράτεια,φθηνός,συγκράτηση,εγκράτεια
wastefully => σπάταλα, wasteful => Μαρμέλος, wasted => σπαταλημένος, wastebook => βιβλίο προσωρινών καταχωρήσεων, wasteboard => σανίδα απορρίψεων,