Greek Meaning of austerity
λιτότητα
Other Greek words related to λιτότητα
- ασκητισμός
- Πειθαρχία
- λιτότητα
- συγκράτηση
- θυσία
- Αυταπάρνηση
- αποχή
- αποφυγή
- περιορισμός
- έλεγχος
- ταπείνωση
- Ορθολογισμός
- λογικότητα
- λογικότητα
- αυτοέλεγχος
- αυτονομία
- Αυτοέλεγχος
- Αυταπάρνηση
- Αυτοπειθαρχία
- αυτοκυριαρχία
- εγκράτεια
- Επιείκεια
- αποχή
- αποφυγή
- ανεκτικότητα
- μετριοπάθεια
- μετριοπάθεια
- εγκράτεια
- ορθολογισμός
- Ευαισθησία
- φρόνηση
- Νηφαλιότητα
- Νηφαλιότητα
- Αποχή
Nearest Words of austerity
Definitions and Meaning of austerity in English
austerity (n)
the trait of great self-denial (especially refraining from worldly pleasures)
austerity (n.)
Sourness and harshness to the taste.
Severity of manners or life; extreme rigor or strictness; harsh discipline.
Plainness; freedom from adornment; severe simplicity.
FAQs About the word austerity
λιτότητα
the trait of great self-denial (especially refraining from worldly pleasures)Sourness and harshness to the taste., Severity of manners or life; extreme rigor or
ασκητισμός,Πειθαρχία,λιτότητα,συγκράτηση,θυσία,Αυταπάρνηση,αποχή,αποφυγή,περιορισμός,έλεγχος
περίσσεια,ακρότητα,Ακρότητα,άκρο,περιττότητα,Έλλειψη συγκράτησης,υπερβολή,ανορθολογισμός,Ριζοσπαστισμός,απεριόριστος
austerities => Μέτρα λιτότητας, austereness => λιτότητα, austerely => αυστηρά, austere => αυστηρός, auster => νότος,