Greek Meaning of radicalness
Ριζοσπαστισμός
Other Greek words related to Ριζοσπαστισμός
Nearest Words of radicalness
- radically => ριζικά
- radicalize => Ριζοσπαστικοποιώ
- radicality => Ριζοσπαστικότητα
- radicalism => ριζοσπαστισμός
- radical sign => ριζικό
- radical mastectomy => Ριζική μαστεκτομή
- radical hysterectomy => Ριζική υστερεκτομή
- radical chic => Ριζοσπαστικό σικ
- radical cell => Ριζική κυτταρική
- radical => ριζοσπαστικός
Definitions and Meaning of radicalness in English
radicalness (n.)
Quality or state of being radical.
FAQs About the word radicalness
Ριζοσπαστισμός
Quality or state of being radical.
ακρότητα,Ακρότητα,ανορθολογισμός,παράλογος,Έλλειψη συγκράτησης,άκρο,απεριόριστος,περίσσεια,υπερβολή,υπερβολή
περιορισμός,έλεγχος,Πειθαρχία,μετριοπάθεια,εγκράτεια,συγκράτηση,εγκράτεια,Επιείκεια,Αυτοέλεγχος,Αυτοπειθαρχία
radically => ριζικά, radicalize => Ριζοσπαστικοποιώ, radicality => Ριζοσπαστικότητα, radicalism => ριζοσπαστισμός, radical sign => ριζικό,