Greek Meaning of irrationality

ανορθολογισμός

Other Greek words related to ανορθολογισμός

Definitions and Meaning of irrationality in English

Wordnet

irrationality (n)

the state of being irrational; lacking powers of understanding

Webster

irrationality (n.)

The quality or state of being irrational.

FAQs About the word irrationality

ανορθολογισμός

the state of being irrational; lacking powers of understandingThe quality or state of being irrational.

Ακρότητα,ριζοσπαστισμός,παράλογος,περίσσεια,υπερβολή,υπερβολή,υπερβολή,ασυδοσία,Σπατάλη,Απληστία

εγκράτεια,εγκράτεια,μετριοπάθεια,Επιείκεια

irrational number => Άρρητος αριθμός, irrational motive => Άλογο κίνητρο, irrational impulse => Άλογος ώθηση, irrational hostility => παράλογη εχθρότητα, irrational => παράλογος,