Greek Meaning of moderateness
μετριοπάθεια
Other Greek words related to μετριοπάθεια
- εγκράτεια
- εγκράτεια
- Επιείκεια
- Πειθαρχία
- λογικότητα
- συγκράτηση
- θυσία
- λογικότητα
- Αυταπάρνηση
- αποχή
- αποχή
- ασκητισμός
- λιτότητα
- αποφυγή
- περιορισμός
- έλεγχος
- ανεκτικότητα
- λιτότητα
- ταπείνωση
- Ορθολογισμός
- ορθολογισμός
- αυτοέλεγχος
- Αυτοέλεγχος
- Αυταπάρνηση
- Αυτοπειθαρχία
- Ευαισθησία
- φρόνηση
- Νηφαλιότητα
- Νηφαλιότητα
- Αποχή
- αποφυγή
- μετριοπάθεια
- αυτονομία
- αυτοκυριαρχία
Nearest Words of moderateness
Definitions and Meaning of moderateness in English
moderateness (n)
the property of being moderate in price or expenditures
quality of being moderate and avoiding extremes
moderateness (n.)
The quality or state of being moderate; temperateness; moderation.
FAQs About the word moderateness
μετριοπάθεια
the property of being moderate in price or expenditures, quality of being moderate and avoiding extremesThe quality or state of being moderate; temperateness; m
εγκράτεια,εγκράτεια,Επιείκεια,Πειθαρχία,λογικότητα,συγκράτηση,θυσία,λογικότητα,Αυταπάρνηση,αποχή
περίσσεια,υπερβολή,ακρότητα,άκρο,υπερβολή,ασυδοσία,περιττότητα,Ακρότητα,Απληστία,υπερβολή
moderately => μέτρια, moderated => μέτριος, moderate gale => Μέτρια Θύελλα, moderate breeze => Φρέσκο αγέρι, moderate => μέτριος,