Greek Meaning of soberness
Νηφαλιότητα
Other Greek words related to Νηφαλιότητα
Nearest Words of soberness
Definitions and Meaning of soberness in English
soberness (n)
the state of being sober and not intoxicated by alcohol
a manner that is serious and solemn
FAQs About the word soberness
Νηφαλιότητα
the state of being sober and not intoxicated by alcohol, a manner that is serious and solemn
σοβαρός,σοβαρότητα,βαρύτητα,Πρόθεση,σοβαρότητα,ιεροπρέπεια,προσοχή,αποφασιστικότητα,συζήτηση,σοβαρότητα
Φαιδρότητα,αστάθεια,Ελαφρότητα,ασέβεια,Αμυαλιά,ελαφρότητα,Ξενοιασιά,ελαφρότητα,παίξε,επιπολαιότητα
soberly => νηφάλια, sobering => νηφάλιος, sober up => Ξεμεθάω, sober => νηφάλιος, sobbingly => με λυγμούς,