Greek Meaning of purposefulness

Σκοπιμότητα

Other Greek words related to Σκοπιμότητα

Definitions and Meaning of purposefulness in English

Wordnet

purposefulness (n)

the quality of having a definite purpose

FAQs About the word purposefulness

Σκοπιμότητα

the quality of having a definite purpose

απόφαση,αποφασιστικότητα,Αποφασιστικότητα,αποφασίζω,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,αποφασιστικότητα,Αποφασιστικότητα,Στερεότητα,γρανίτης

αμφιβολία,δισταγμός,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,αβεβαιότητα,δισταγμός,απροθυμία,αβεβαιότητα,αναποφασιστικότητα

purposefully => ηθελημένα, purposeful => σκόπιμος, purpose-built => ειδικά κατασκευασμένος, purpose => σκοπός, purportedly => υποτίθεται,