Greek Meaning of perseverance
επιμονή
Other Greek words related to επιμονή
- Αποφασιστικότητα
- επιμονή
- επιμονή
- εμπιστοσύνη
- αποφασιστικότητα
- επιμονή
- πείσμα
- Επιμονή
- αποφασιστικότητα
- αποφασίζω
- Εμμονή
- επιμονή
- επιμονή, εμμονή
- Ευκινησία
- σπονδυλική στήλη
- βεβαιότητα
- βεβαιότητα
- απόφαση
- προθυμία
- Στερεότητα
- ανδρεία
- Ανδρεία
- γρανίτης
- χαλίκι
- Σίδηρος
- μαδάω
- Σκοπιμότητα
- ετοιμότητα
- ψήφισμα
- άμμος
- Σιγουριά
- αποφασιστικότητα
- Αποφασιστικότητα
- πεισματικότητα
- Ύβρις
- επιμονή
Nearest Words of perseverance
Definitions and Meaning of perseverance in English
perseverance (n)
persistent determination
the act of persisting or persevering; continuing or repeating behavior
perseverance (n.)
The act of persevering; persistence in anything undertaken; continued pursuit or prosecution of any business, or enterprise begun.
Discrimination.
Continuance in a state of grace until it is succeeded by a state of glory; sometimes called final perseverance, and the perseverance of the saints. See Calvinism.
FAQs About the word perseverance
επιμονή
persistent determination, the act of persisting or persevering; continuing or repeating behaviorThe act of persevering; persistence in anything undertaken; cont
Αποφασιστικότητα,επιμονή,επιμονή,εμπιστοσύνη,αποφασιστικότητα,επιμονή,πείσμα,Επιμονή,αποφασιστικότητα,αποφασίζω
αμφιβολία,απροθυμία,αβεβαιότητα,απροθυμία,απέχθεια,απροθυμία,δισταγμός,αβεβαιότητα,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα
persever => επιμένω, perseus => Περσεύς, persepolis => Περσέπολη, persephone => Περσεφόνη, perseid => Περσείδες,