Greek Meaning of persecuted

διωκόμενος

Other Greek words related to διωκόμενος

Definitions and Meaning of persecuted in English

Webster

persecuted (imp. & p. p.)

of Persecute

FAQs About the word persecuted

διωκόμενος

of Persecute

καταπιεσμένοι,θρυμματισμένος,οι καταπιεσμένοι,ταπεινός,κακοποιημένος,εκφοβισμένος,εκφοβισμένος,δειλιασμένος,απελπισμένος,απογοητευμένος

υποκινήθηκε,βοήθησε,υποστηρίζεται,παραδόθηκε,βοήθησε,ανακουφισμένος,παρηγορημένος,παρηγορημένος,ικανοποιημένος,κυκλοφόρησε

persecute => διώκω, persecot => δίωξη, persea borbonia => Περέα βουρβονία, persea americana => αβοκάντο, persea => αβοκάντο,