Greek Meaning of helped

βοήθησε

Other Greek words related to βοήθησε

Definitions and Meaning of helped in English

Webster

helped (imp. & p. p.)

of Help

FAQs About the word helped

βοήθησε

of Help

βοήθησε,υποστηρίζεται,υποστηριζόμενος,υποκινήθηκε,με την υποστήριξη,στηριγμένος,ενθάρρυνε,διευκόλυνε,καθοδηγούμενος,ενισχυμένη

σταμάτησε,αποκλεισμένος,αποκλεισμένο,περιορισμένος,απέτυχε,εμπόδισε,Ανάπηροι,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,ανασταλμένος

helpdesk => Γραφείο βοήθειας, help out => βοηθάω, help oneself => σερβιριστείτε, help desk => Γραφείο βοήθειας, help => βοήθεια,