Greek Meaning of backed
με την υποστήριξη
Other Greek words related to με την υποστήριξη
- απολογούσε
- ενέκρινε
- υποστηριζόμενος
- υιοθετημένος
- υποστηρίζεται
- πρωταθλητής
- αγκαλιάστηκε
- βοήθησε
- εγκεκριμένος
- προστατευμένος
- υποκινήθηκε
- προηγμένος
- βοήθησε
- υποστηρίζεται
- στηριγμένος
- ενισχυμένο
- ενισχυμένο
- αρραβωνιασμένος
- προωθημένο
- προώθησε
- κατείχε για λίγο το χαρτοφυλάκιο
- φυτεύεται (για)
- συνδεδεμένο
- (φουσκωμένος)
- plunked (για)
- κήρυξε
- (στηριγμένο)
- ενισχυμένο
- ενισχυμένη
- διασωθεί
- αποθηκευμένο
- δευτερολόγησε
- (με) μονομερώς
- υπερασπίστηκε
- υπερασπίζω
- πήγε μέσα για
- πήγε να βαρελίσει για
Nearest Words of backed
Definitions and Meaning of backed in English
backed (a)
having a back or backing, usually of a specified type
backed (s)
used of film that is coated on the side opposite the emulsion with a substance to absorb light
backed (imp. & p. p.)
of Back
backed (a.)
Having a back; fitted with a back; as, a backed electrotype or stereotype plate. Used in composition; as, broad-backed; hump-backed.
FAQs About the word backed
με την υποστήριξη
having a back or backing, usually of a specified type, used of film that is coated on the side opposite the emulsion with a substance to absorb lightof Back, Ha
απολογούσε,ενέκρινε,υποστηριζόμενος,υιοθετημένος,υποστηρίζεται,πρωταθλητής,αγκαλιάστηκε,βοήθησε,εγκεκριμένος,προστατευμένος
απογοητευμένος,επενέβη,αντίθετο,ματαιωμένος,μπερδεμένος,έρημος,απογοητευμένος,απέτυχε,αποτυγχάνω,σαμποτάρει
backdrop => σκηνικό, backdown => υποχωρώ, backdoor => πίσω πόρτα, backdate => Αναδρομολόγηση, backcross => Ανάστροφο ζευγάρωμα,