Greek Meaning of stuck up for
υπερασπίζω
Other Greek words related to υπερασπίζω
- υπερασπίστηκε
- δικαιολογημένη
- συντηρημένο
- διατήρησε
- απολογούσε
- επιβεβαιωμένος
- υπερασπίστηκε
- υποστηριζόμενος
- ισχυρίστηκε
- διεβεβαίωσε
- δήλωσε
- ομολογημένος
- πρωταθλητής
- διεκδίκησε
- επιβεβαιωμένο
- αμφισβητούμενο
- συζήτησαν
- συζητήθηκε
- τονισμένος
- αρραβωνιασμένος
- επέμεινε
- ικετεύω
- ικέτευσε
- υποσχέθηκε
- διακήρυξε
- επαγγελματικός
- διαμαρτυρηθεί
- δηλωμένο
- αγχωμένος
- υπογραμμισμένο
- υπογραμμισμένος
- Δικαίωσε
- εγγυημένος
Nearest Words of stuck up for
Definitions and Meaning of stuck up for in English
stuck up for
to rob at gunpoint, to stand upright or on end, a robbery at gunpoint, to speak or act in defense of
FAQs About the word stuck up for
υπερασπίζω
to rob at gunpoint, to stand upright or on end, a robbery at gunpoint, to speak or act in defense of
υπερασπίστηκε,δικαιολογημένη,συντηρημένο,διατήρησε,απολογούσε,επιβεβαιωμένος,υπερασπίστηκε,υποστηριζόμενος,ισχυρίστηκε,διεβεβαίωσε
εγκαταλελειμμένος,ανασυρόμενη,πήρε πίσω,αποσύρθηκε,απαράβατος,εγκατέλειψε,ανακάλεσε,διαψεύστηκε,εναλλασσόμενος,αμφιλεγόμενος
stuck up => εγωκεντρικός, stuck in one's craw => Ένα αγκάθι στα πλευρά, stuck around => κολλημένος, stuck (to) => κολλημένο σε, stuck (to or with) => κολλημένος (σε ή με),