Greek Meaning of abjured

απαράβατος

Other Greek words related to απαράβατος

Definitions and Meaning of abjured in English

Webster

abjured (imp. & p. p.)

of Abjure

FAQs About the word abjured

απαράβατος

of Abjure

αρνηθεί,παραιτήθηκε,ανασυρόμενη,αποσύρθηκε,Αντιφατικός,εγκαταλελειμμένος,ορκίστηκε,ανακάλεσε,διαψεύστηκε,παραιτήθηκε

αναγνωρισμένος,παραδεκτός,υιοθετημένος,επιβεβαιωμένος,διεβεβαίωσε,διεκδίκησε,επιβεβαιωμένο,Δηλωθεί,ενέκρινε,συντηρημένο

abjure => απαρνηθώ, abjuratory => απαρνητικός, abjuration => abόρκισις, abjunctive => απαλλακτική, abjugate => αποζεύγνυμι,