Greek Meaning of vouched
εγγυημένη
Other Greek words related to εγγυημένη
Nearest Words of vouched
Definitions and Meaning of vouched in English
vouched (imp. & p. p.)
of Vouch
FAQs About the word vouched
εγγυημένη
of Vouch
σίγουρος,βεβαιωμένος,πιστοποιημένο,εξασφαλισμένη,ασφαλισμένος,ασφαλισμένος,μαρτύρησε,σφιχτός,εγγυημένος,δεσμεύτηκε
υπονομεύει,εξασθενημένος,εξασθενημένος
24-7 => 24/7, vouch => εγγυητής, votyak => votyak, votress => votress, votive => αναθηματικός,