FAQs About the word pledged

δεσμεύτηκε

bound by or as if by an oathof Pledge

αφοσιωμένος,αρραβωνιασμένος,υποσχεμένος,αρραβωνιασμένος,αρραβωνιασμένος/αρραβωνιασμένη,συζυγικός,νυφικός,συζυγικός,αρραβωνιασμένος,συζυγικός

εξώγαμος

pledge taker => Υποσχόμενος, pledge => υπόσχεση, pled => υποσχέθηκε, plectrum => πένα, plectrophenax nivalis => Νιβαδαύχηνας,