FAQs About the word mated

ζευγαρωμένοι

mated sexually, occurring in pairs or as a pair, of or relating to a marriage partnerof Mate

ζευγαρωμένο,διπλό,Duplex,δίδυμος,δυαδικός, διμερής,διμερής,διπλό,Δικάννα,διπλός

ανύπαντρος,μη συζευγμένο

mate => φίλος, matchwood => σπίρτα, matchweed => γατόποδα, match-up => αγώνας, matchup => Αγώνας,