Greek Meaning of double-barreled
Δικάννα
Other Greek words related to Δικάννα
Nearest Words of double-barreled
- double-barrelled => δίκανο
- double-bass => κοντραμπάσο
- double-beat valve => Βαλβίδα διπλού παλμού
- double-bedded => με διπλό κρεβάτι
- double-bitted ax => δίκοπη πέλεκυς
- double-bitted axe => διπλοπέλεκυς
- double-blind experiment => Διπλή-τυφλή μελέτη
- double-blind procedure => Διπλή τυφλή διαδικασία
- double-blind study => Διπλή-τυφλή μελέτη
- double-bogey => ντάμπλ μπογκέι
Definitions and Meaning of double-barreled in English
double-barreled (a)
having two barrels mounted side by side
double-barreled (s)
having two purposes; twofold
double-barreled (a.)
Alt. of -barrelled
FAQs About the word double-barreled
Δικάννα
having two barrels mounted side by side, having two purposes; twofoldAlt. of -barrelled
δυαδικός, διμερής,διπλό,δίδυμος,διπλό,Duplex,διπλός,διμερής,δίκοπος,ζευγαρωμένοι,ζευγαρωμένο
ανύπαντρος,μη συζευγμένο
double-banked => διπλή τράπεζα, double-bank => διπλή τράπεζα, double-acting => διπλής ενεργείας, double vision => Διπλωπία, double up => διπλασιάζω,