FAQs About the word unpaired

μη συζευγμένο

of the remaining member of a pairNot paired; not suited or matched.

μονός,ανύπαντρος,μόνος,μόνο,Μόνος,μοναχικός,ασύγκριτο,μόνος,ενικός

ταιριαστό,ζευγαρωμένο

unpainted => Άβαφο, unpaintable => βαμμένο, unpaint => ξεβάφω, unpainful => ανώδυνος, unpaid worker => Απλήρωτος εργαζόμενος,