Greek Meaning of unpaired
μη συζευγμένο
Other Greek words related to μη συζευγμένο
Nearest Words of unpaired
Definitions and Meaning of unpaired in English
unpaired (s)
of the remaining member of a pair
unpaired (a.)
Not paired; not suited or matched.
FAQs About the word unpaired
μη συζευγμένο
of the remaining member of a pairNot paired; not suited or matched.
μονός,ανύπαντρος,μόνος,μόνο,Μόνος,μοναχικός,ασύγκριτο,μόνος,ενικός
ταιριαστό,ζευγαρωμένο
unpainted => Άβαφο, unpaintable => βαμμένο, unpaint => ξεβάφω, unpainful => ανώδυνος, unpaid worker => Απλήρωτος εργαζόμενος,