FAQs About the word unpacker

Αποσυμπιεστής

One who unpacks.

εκφόρτωση,εκφόρτιση,εκκενώνω,ελαφρύνω,σαφής,ανακουφίζω,Απαλλάσσω,άδειος,δωρεάν,ανοίγω

συμπληρώνω,Φόρτωμα,Πακέτο,χρέωση,στοιβάζω,στοίβα,πράγματα,μαρμελάδα,Γεμάτο

unpackaged => χωρίς συσκευασία, unpack => αποπακετάρω, unoxygenated => μη οξυγονωμένο, unowned => αδέσποτος, unowed => ανεξόφλητο,