Greek Meaning of unorthodox
ανορθόδοξος
Other Greek words related to ανορθόδοξος
Nearest Words of unorthodox
Definitions and Meaning of unorthodox in English
unorthodox (s)
independent in behavior or thought
unorthodox (a)
breaking with convention or tradition
FAQs About the word unorthodox
ανορθόδοξος
independent in behavior or thought, breaking with convention or tradition
διαφωνούντας,παράλογος,μη συμβατικό,διαφωνούντας,αιρετικός,αιρετικός,ετερόδοξος,εικονοκλαστικός,αντικομφορμιστής,nonkonformistas
συμβατικός,ορθόδοξος,συμμορφούμενος,συμμορφωμένος
unornamented => απαράμυθος, unoriginately => μη αρχικά, unoriginated => μη αυθεντικό, unoriginally => μη πρωτότυπο, unoriginality => έλλειψη πρωτοτυπίας,