Greek Meaning of unoriginal

όχι πρωτότυπο

Other Greek words related to όχι πρωτότυπο

Definitions and Meaning of unoriginal in English

Wordnet

unoriginal (a)

not original; not being or productive of something fresh and unusual

FAQs About the word unoriginal

όχι πρωτότυπο

not original; not being or productive of something fresh and unusual

τυπικός,μίμηση,μιμητικός,πιθηκίσιος,κονσέρβα,Παραπλανητικός,μιμητικός,δόλιος,μιμητικός,μιμητής

πρωτότυπο,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αρχετυπικός,αρχετυπικός,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,νόμιμος,φυσικός,πραγματικός

unoriented => Απροσανατόλιστος, unorganized => μη οργανωμένο, unorganised => ανοργάνωτος, unordinate => άτακτος, unorderly => ακατάστατος,