Greek Meaning of emulative
μιμητικός
Other Greek words related to μιμητικός
- μίμηση
- μιμητικός
- πιθηκίσιος
- κονσέρβα
- Παραπλανητικός
- τυπικός
- δόλιος
- μιμητικός
- μιμητής
- Παραπλανητικό
- κοροϊδεύω
- δουλοπρεπής
- όχι πρωτότυπο
- ΨΕΥΔΕΣ
- αντιγραμμένο
- τεχνητός
- αντίγραφο ασφαλείας
- ψεύτικος
- πλαστό
- ξε κομμένο και στεγνωμένο
- διπλότυπο
- Τεχνητός
- ψεύτικος
- σφυρηλατημένος
- επιπόλαιος
- πλαγιασμένος
- ρουτίνα
- απάτη
- εξομοιωμένο
- αντικαταστάτης
- Συνθετικός
- μεταγεγραμμένο
- ανούσιος
- κλεμμένο
- επιγονικός
- Επίγονος
- φωτοτυπημένο
- διπλό
- αναπαράγω
Nearest Words of emulative
Definitions and Meaning of emulative in English
emulative (a.)
Inclined to emulation; aspiring to competition; rivaling; as, an emulative person or effort.
FAQs About the word emulative
μιμητικός
Inclined to emulation; aspiring to competition; rivaling; as, an emulative person or effort.
μίμηση,μιμητικός,πιθηκίσιος,κονσέρβα,Παραπλανητικός,τυπικός,δόλιος,μιμητικός,μιμητής,Παραπλανητικό
αυθεντικός,νόμιμος,πρωτότυπο,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αρχετυπικός,αρχετυπικός,καλή τη πίστει,κλασικός,γνήσιος
emulation => εξομοίωση, emulating => μιμητικός, emulated => εξομοιωμένο, emulate => μιμείται, emulable => μιμητέος,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)