Greek Meaning of uninspired

ανούσιος

Other Greek words related to ανούσιος

Definitions and Meaning of uninspired in English

Wordnet

uninspired (s)

having no intellectual or emotional or spiritual excitement

deficient in originality or creativity; lacking powers of invention

FAQs About the word uninspired

ανούσιος

having no intellectual or emotional or spiritual excitement, deficient in originality or creativity; lacking powers of invention

κοινότοπος,βαρετό,κονσέρβα,χαρτόνι,κλισέ,κλισέ,συνηθισμένος,συμβατικός,παράγωγος,ξηρός

απορροφητικός,κινούμενος,άτυπος,ενεργειακός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,αναζωογονητικός,συναρπαστικός,εξαιρετικός,συναρπαστικός

uninquisitive => αδιάκριτος, uninquiring => αναζήτησης, uninominal voting system => Μονοεδρική εκλογική περιφέρεια, uninominal system => Ενιαίο Σύστημα Εκλογής, uninominal => μονοεδρική,