Greek Meaning of unheard-of
ακούραστος
Other Greek words related to ακούραστος
Nearest Words of unheard-of
Definitions and Meaning of unheard-of in English
unheard-of (s)
previously unknown
unheard-of (a.)
New; unprecedented; unparalleled.
FAQs About the word unheard-of
ακούραστος
previously unknownNew; unprecedented; unparalleled.
νέος,μυθιστόρημα,περίεργο,άγνωστο,άνευ προηγουμένου,φρέσκος,καινοτόμος,πρωτότυπο,ασυνήθιστος,μοναδικός
συμβατικός,γνώριμος,Τριμμένο,παλιό,κουρασμένος,παραδοσιακό,παράγωγος,καθιερωμένος,μιμητικός,χρόνιος
unheard => απα unheard, unhearable => αδιόρατος, unhealthy => ανθυγιεινός, unhealthiness => ανθυγιεινότητα, unhealthfulness => ανθυγιεινότητα,