Greek Meaning of unique
μοναδικός
Other Greek words related to μοναδικός
- προσωπικός
- εξατομικευμένη
- υποκειμενικός
- διακριτικός
- ιδιωματικός
- άτομο
- εξατομικευμένος
- ιδιαίτερο
- κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- περίεργος
- ιδιωτικό
- ξεχωριστό
- ενικός
- χαρακτηριστικός
- συνήθεια
- Προσαρμοσμένο
- ειδικός
- εκφράζω
- Αναγνώριση
- Ιδιοσυγκρασιακός
- ανεξάρτητος
- τουαλέτα
- ιδιαίτερος
- ειδικευμένος
- συγκεκριμένος
Nearest Words of unique
Definitions and Meaning of unique in English
unique (s)
radically distinctive and without equal
(followed by `to') applying exclusively to a given category or condition or locality
the single one of its kind
highly unusual or rare but not the single instance
unique (a.)
Being without a like or equal; unmatched; unequaled; unparalleled; single in kind or excellence; sole.
unique (n.)
A thing without a like; something unequaled or unparalleled.
FAQs About the word unique
μοναδικός
radically distinctive and without equal, (followed by `to') applying exclusively to a given category or condition or locality, the single one of its kind, highl
προσωπικός,εξατομικευμένη,υποκειμενικός,διακριτικός,ιδιωματικός,άτομο,εξατομικευμένος,ιδιαίτερο,κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας,περίεργος
Ευρύς,γενικός,γενικό,δημοφιλής,Δημόσιος,καθολικός,κοινός,φυσιολογικός,διαδεδομένος,τακτικός
unipolar depression => Μονοπολική κατάθλιψη, unipolar => μονοπολικό, uniplicate => απλός, uniphonous => Μονότονος, unipersonalist => μονοπροσωπικός,