Greek Meaning of public
Δημόσιος
Other Greek words related to Δημόσιος
- μετάδοση
- γενικός
- ανοιχτό
- δημοσιοποιημένο
- κοινός
- ευρέως διαδεδομένος
- αερίστηκε
- κοινοτικός
- τρέχων
- δημοφιλής
- διαδεδομένος
- δημοσιευμένα
- αταξινόμητος
- καταγεγραμμένο
- διαφημισμένο
- ανακοινώθηκε
- Δηλωθεί
- Αποκαλύφθηκε
- αποκαλυπτόμενη
- προμηνυόμενος
- αναρτημένος
- διακήρυξε
- ανακοινώθηκε
- αναφέρθηκε
- φημισμένος
- διαδεδομένος
- φημολογείται
- γνωστός
- μη ταξινομημένα
Nearest Words of public
- public address system => Σύστημα δημόσιας προσφώνησης
- public assistance => Κοινωνική βοήθεια
- public charity => Φιλανθρωπικο Ίδρυμα
- public convenience => Δημόσιες τουαλέτες
- public debate => δημόσια συζήτηση
- public debt => δημόσιο χρέος
- public defender => Δημόσιος υπερασπιστής
- public discussion => Δημόσια συζήτηση
- public domain => Δημόσιος τομέας
- public easement => Δημόσια δουλεία
Definitions and Meaning of public in English
public (n)
people in general considered as a whole
a body of people sharing some common interest
public (a)
not private; open to or concerning the people as a whole
public (s)
affecting the people or community as a whole
FAQs About the word public
Δημόσιος
people in general considered as a whole, a body of people sharing some common interest, not private; open to or concerning the people as a whole, affecting the
μετάδοση,γενικός,ανοιχτό,δημοσιοποιημένο,κοινός,ευρέως διαδεδομένος,αερίστηκε,κοινοτικός,τρέχων,δημοφιλής
εμπιστευτικός,ιδιωτικό,μυστικό,κρυφός,ταξινομημένος,συνεργατικός,συνωμοσιολογικός,κρυμμένος,προσωπικός,τουαλέτα
pubis => ηβική σύμφυση, pubic louse => φθείρες, pubic hair => Ηβική τριχοφυΐα, pubescent => νεαρός, pubescence => εφηβεία,