Greek Meaning of pubic hair
Ηβική τριχοφυΐα
Other Greek words related to Ηβική τριχοφυΐα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pubic hair
- pubic louse => φθείρες
- pubis => ηβική σύμφυση
- public => Δημόσιος
- public address system => Σύστημα δημόσιας προσφώνησης
- public assistance => Κοινωνική βοήθεια
- public charity => Φιλανθρωπικο Ίδρυμα
- public convenience => Δημόσιες τουαλέτες
- public debate => δημόσια συζήτηση
- public debt => δημόσιο χρέος
- public defender => Δημόσιος υπερασπιστής
Definitions and Meaning of pubic hair in English
pubic hair (n)
hair growing in the pubic area
FAQs About the word pubic hair
Ηβική τριχοφυΐα
hair growing in the pubic area
No synonyms found.
No antonyms found.
pubescent => νεαρός, pubescence => εφηβεία, puberulent => ήβηρος, puberty => εφηβεία, pubertal => εφηβικός,