Greek Meaning of public convenience
Δημόσιες τουαλέτες
Other Greek words related to Δημόσιες τουαλέτες
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of public convenience
- public debate => δημόσια συζήτηση
- public debt => δημόσιο χρέος
- public defender => Δημόσιος υπερασπιστής
- public discussion => Δημόσια συζήτηση
- public domain => Δημόσιος τομέας
- public easement => Δημόσια δουλεία
- public executioner => Δημόσιος εκτελεστής
- public exposure => Δημόσια έκθεση
- public eye => Στα μάτια του κοινού
- public figure => Δημόσιο πρόσωπο
Definitions and Meaning of public convenience in English
public convenience (n)
a toilet that is available to the public
FAQs About the word public convenience
Δημόσιες τουαλέτες
a toilet that is available to the public
No synonyms found.
No antonyms found.
public charity => Φιλανθρωπικο Ίδρυμα, public assistance => Κοινωνική βοήθεια, public address system => Σύστημα δημόσιας προσφώνησης, public => Δημόσιος, pubis => ηβική σύμφυση,