Greek Meaning of reserved
κρατημένος
Other Greek words related to κρατημένος
Nearest Words of reserved
- reserve officers training corps => Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών Εφεδρείας
- reserve fund => Ταμείο αποθεματικών
- reserve clause => Ρήτρα επιφύλαξης
- reserve city => πόλη εφεδρείας
- reserve bank => Κεντρική τράπεζα
- reserve assets => Αποθεματικά στοιχεία
- reserve account => Λογαριασμός αποθεματικού
- reserve => εφεδρεία
- reservatory => δεξαμενή
- reservative => επιφυλακτικός
Definitions and Meaning of reserved in English
reserved (a)
set aside for the use of a particular person or party
marked by self-restraint and reticence
reserved (imp. & p. p.)
of Reserve
reserved (a.)
Kept for future or special use, or for an exigency; as, reserved troops; a reserved seat in a theater.
Restrained from freedom in words or actions; backward, or cautious, in communicating one's thoughts and feelings; not free or frank.
FAQs About the word reserved
κρατημένος
set aside for the use of a particular person or party, marked by self-restraint and reticenceof Reserve, Kept for future or special use, or for an exigency; as,
συγκρατημένος,σιωπηλός,απόμακρος,κλειστόμυalos,ανασταλμένος,Εσωστρεφής,λακωνικός,συγκρατημένος,σιωπηλός,άκοινωνήτος
κουβεντιάζω,κοινωτικός,συνομιλίας,φλύαρος,φλύαρος,ειλικρινά,κουβεντολόγος,φλύαρος,Ανέκφραστος,φωνητικός
reserve officers training corps => Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών Εφεδρείας, reserve fund => Ταμείο αποθεματικών, reserve clause => Ρήτρα επιφύλαξης, reserve city => πόλη εφεδρείας, reserve bank => Κεντρική τράπεζα,