Greek Meaning of reserves

αποθεματικά

Other Greek words related to αποθεματικά

Definitions and Meaning of reserves in English

Wordnet

reserves (n)

civilians trained as soldiers but not part of the regular army

FAQs About the word reserves

αποθεματικά

civilians trained as soldiers but not part of the regular army

κρυφή μνήμη,Καταθέσεις,κεφάλαια,Ορδές,καταστήματα,εφόδια,Οπλοστάσια,τράπεζες,προϋπολογισμοί,συλλογές

πρωτότυπα,Πρωτότυπα,αρχέτυπα

reserver => Κάνω κράτηση, reservee => εφέδρου, reservedly => συγκρατημένα, reserved => κρατημένος, reserve officers training corps => Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών Εφεδρείας,