FAQs About the word resettled

Άποικοι

settled in a new location

μετανάστευσε,μετεγκαταστάθηκε,ταξίδεψε,μετανάστευσε,ταξίδεψε,Έκανε πεζοπορία,περιπλανήθηκε,ελαττωματικός,πήδησε,ταξίδεψε

No antonyms found.

resettle => επανεγκαθιστώ, resetter => Επαναφορά, reset button => Κουμπί επαναφοράς, reset => Επαναφορά, reservor => δεξαμενή,