Greek Meaning of emigrated

μετανάστευσε

Other Greek words related to μετανάστευσε

Definitions and Meaning of emigrated in English

Webster

emigrated (imp. & p. p.)

of Emigrate

FAQs About the word emigrated

μετανάστευσε

of Emigrate

ελευθερώθηκε εγγυημένος,αποθανών,μετανάστευσε,μετακινηθήκαμε,άφησε,μετεγκαταστάθηκε,Άποικοι,διέφυγε,δεσμευμένο,κόβω

μετανάστευσε,παρέμεινε,εγκαταστημένος,έμεινε,έφτασε,ήρθε,κατοικούσε,καταλύει,κατοικία,κατοικούσε

emigrate => μετανάστευση, emigrant => Μετανάστης, emictory => ουρητήρας, emiction => ούρηση, emication => Μετανάστευση,