Greek Meaning of emigrated
μετανάστευσε
Other Greek words related to μετανάστευσε
- ελευθερώθηκε εγγυημένος
- αποθανών
- μετανάστευσε
- μετακινηθήκαμε
- άφησε
- μετεγκαταστάθηκε
- Άποικοι
- διέφυγε
- δεσμευμένο
- κόβω
- απέδρασαν
- δραπέτευσε
- εκκενωμένος
- έφυγε
- πέταξε
- πήρα
- χωρισμένοι
- παραιτούμαι
- αναχωρώ
- παραλείφθηκε
- πήγε
- διασωθείς
- τρελός
- την κοπάνησε
- μεθυσμένος
- καθαρισμένο
- καθάρισε
- ελαττωματικός
- ανασκαμμένο
- βγήκε
- κατέβηκε
- βγήκε έξω
- γεμάτη (προς τα επάνω ή προς τα έξω)
- ξεφλουδισμένο
- τράβηξε έξω
- έσπρωξε
- έσπρωξε πάνω
- έτρεχε κατά μήκος
- έκανε έξοδο
- ξέφυγε
- Σπρώχνω (έξω)
- ξεκίνησε
- πέρασε
- χτυπημένος έξω
- Απογειώθηκε
- έγινε καπνός
- βγήκε έξω
- έφυγε
- εγκαταλελειμμένος
- αναβλήθηκε
- έρημος
- εγκατέλειψε
- αναμμένος
- ψιχάλα
- αφαιρέθηκε
- συνταξιούχος
- υποχώρησε
- άδειος
- αποσύρθηκε
- εκνευρισμένος
- βγήκε
- Νυκτερινός (έξω ή απενεργοποιημένος)
- έφυγαν τρέχοντας
- διάσπαρτοι
- σκάω
- Βγήκε
- βγήκε
Nearest Words of emigrated
Definitions and Meaning of emigrated in English
emigrated (imp. & p. p.)
of Emigrate
FAQs About the word emigrated
μετανάστευσε
of Emigrate
ελευθερώθηκε εγγυημένος,αποθανών,μετανάστευσε,μετακινηθήκαμε,άφησε,μετεγκαταστάθηκε,Άποικοι,διέφυγε,δεσμευμένο,κόβω
μετανάστευσε,παρέμεινε,εγκαταστημένος,έμεινε,έφτασε,ήρθε,κατοικούσε,καταλύει,κατοικία,κατοικούσε
emigrate => μετανάστευση, emigrant => Μετανάστης, emictory => ουρητήρας, emiction => ούρηση, emication => Μετανάστευση,