Greek Meaning of bailed

ελευθερώθηκε εγγυημένος

Other Greek words related to ελευθερώθηκε εγγυημένος

Definitions and Meaning of bailed in English

Webster

bailed (imp. & p. p.)

of Bail

FAQs About the word bailed

ελευθερώθηκε εγγυημένος

of Bail

αποθανών,δραπέτευσε,εκκενωμένος,έφυγε,πήρα,μετακινηθήκαμε,άφησε,πήγε,βγήκε,ξεκίνησε

έφτασε,ήρθε,παρέμεινε,έμεινε,πλησίασε,Κλειστό,κατοικούσε,χτύπημα,προσγειώθηκε,καταλύει

bailable => Αξιόπιστος, bail out => διάσωση, bail bond => εγγύηση, bail => εγγύηση, baikal => Βαϊκάλη,