Greek Meaning of took a hike

Πήγε μια πεζοπορία

Other Greek words related to Πήγε μια πεζοπορία

Definitions and Meaning of took a hike in English

took a hike

to go away

FAQs About the word took a hike

Πήγε μια πεζοπορία

to go away

ελευθερώθηκε εγγυημένος,αποθανών,δραπέτευσε,εκκενωμένος,έφυγε,μετακινηθήκαμε,παραιτούμαι,άφησε,πήγε,ανασκαμμένο

έφτασε,ήρθε,παρέμεινε,εμφανίστηκε,έμεινε,ανέβηκε,πλησίασε,Κλειστό,καταλύει,έφτασε

took (out) => πήρε (έξω), took (away) => πήρε (μακριά), toning (up) => τονωτικό (πάνω), toning (down) => απόχρωση (κάτω), tonics => τονωτικά,