Greek Meaning of took (away)

πήρε (μακριά)

Other Greek words related to πήρε (μακριά)

Definitions and Meaning of took (away) in English

took (away)

No definition found for this word.

FAQs About the word took (away)

πήρε (μακριά)

αποκλείστηκε,αφαιρέθηκε,στερημένος,αδειασμένος,γυμνός,ξεκαθαρισμένο,εκχωρήθηκε

κινούμενη,ζωογονημένος,Εμποτισμένο,εμπεδωμένο,εγχυμένο,εδραιωμένος,εμβολιασμένος,επενδύσει,Εμποτισμένο,διάχυτος

toning (up) => τονωτικό (πάνω), toning (down) => απόχρωση (κάτω), tonics => τονωτικά, tongue-lashed => μαλώνω, tongue-lash => μαλώνω,