Greek Meaning of leavened
προζυμωμένο
Other Greek words related to προζυμωμένο
- κινούμενη
- ζωογονημένος
- Εμποτισμένο
- εγχυμένο
- εμβολιασμένος
- αναζωογονημένο
- Εμποτισμένο
- διάχυτος
- φορτισμένος
- προικισμένο
- βαθιά ριζωμένος
- γεμάτος
- εμφυτευμένο
- εμπεδωμένο
- εδραιωμένος
- εμφύσησε
- επενδύσει
- διαποτισμένος
- φυτεμένος
- κορεσμένος
- κατακλύζω
- πνιγμένος
- πλημμυρισμένος
- ντυμένο
- πλημμυρισμένος
- Υπερφορτωμένος
- βυθισμένος
Nearest Words of leavened
- leaven => προζύμι
- leaveless => άφυλλος
- leaved => φυλλοβόλος
- leave out => αφήνω έξω
- leave office => εγκαταλείψει το αξίωμα
- leave off => σταματώ
- leave of absence => άδεια
- leave no stone unturned => να μην αφήνει κανένα λίθο ανεξέταστο
- leave behind => αφήνω πίσω
- leave alone => αφήνω κάποιον ή κάτι ήσυχο
Definitions and Meaning of leavened in English
leavened (a)
made light by aerating, as with yeast or baking powder; often used as a combining form
leavened (imp. & p. p.)
of Leaven
FAQs About the word leavened
προζυμωμένο
made light by aerating, as with yeast or baking powder; often used as a combining formof Leaven
κινούμενη,ζωογονημένος,Εμποτισμένο,εγχυμένο,εμβολιασμένος,αναζωογονημένο,Εμποτισμένο,διάχυτος,φορτισμένος,προικισμένο
στερημένος,εκχωρήθηκε,αδειασμένος,γυμνός,ξεκαθαρισμένο,αποκλείστηκε,αφαιρέθηκε,стрипт,πήρε (μακριά)
leaven => προζύμι, leaveless => άφυλλος, leaved => φυλλοβόλος, leave out => αφήνω έξω, leave office => εγκαταλείψει το αξίωμα,