Greek Meaning of leaved
φυλλοβόλος
Other Greek words related to φυλλοβόλος
- εγκαταλείπω
- Έρημος
- χωματερή
- παραιτούμαι
- απορρίπτω
- Τάφρος
- απόδραση
- ξεχάσω
- εγκαταλείπω
- παραιτούμαι
- Κλώνος
- εκκενώνω
- απομακρύνω από
- απαρνηθώ
- αποκόβω
- παραδίδω
- απαρνιέμαι
- αδιαφορία
- περιπέτεια
- εγκαταλείπω
- Παραδώσω
- πετάω
- σκουπίδια
- Μαρών
- αμέλεια
- απορρίπτω
- απαρνηθώ
- αποκηρύσσω
- θυσία
- σκραπ
- αποθήκη
- παράδοση
- απόδοση
- υποχωρώ (από)
- (από) ξεχωρισμένος
- να ξεφλουδίζω
- απογειώνω (από)
- εγκαταλείπω
- αποσύρθηκα (από)
Nearest Words of leaved
- leave out => αφήνω έξω
- leave office => εγκαταλείψει το αξίωμα
- leave off => σταματώ
- leave of absence => άδεια
- leave no stone unturned => να μην αφήνει κανένα λίθο ανεξέταστο
- leave behind => αφήνω πίσω
- leave alone => αφήνω κάποιον ή κάτι ήσυχο
- leave => αφήνω
- leathery turtle => Δερματοχελώνα
- leathery polypody => Θερίδιον το δερματώδες
Definitions and Meaning of leaved in English
leaved (s)
having leaves or leaves as specified; often used in combination
leaved (imp. & p. p.)
of Leave
leaved (a.)
Bearing, or having, a leaf or leaves; having folds; -- used in combination; as, a four-leaved clover; a two-leaved gate; long-leaved.
FAQs About the word leaved
φυλλοβόλος
having leaves or leaves as specified; often used in combinationof Leave, Bearing, or having, a leaf or leaves; having folds; -- used in combination; as, a four-
εγκαταλείπω,Έρημος,χωματερή,παραιτούμαι,απορρίπτω,Τάφρος,απόδραση,ξεχάσω,εγκαταλείπω,παραιτούμαι
έχω,κρατώ,κρατάω,ιδιο,κατέχω,διεκδικώ,εφεδρεία,διατηρώ,παρακράτηση,εξαγοράζω
leave out => αφήνω έξω, leave office => εγκαταλείψει το αξίωμα, leave off => σταματώ, leave of absence => άδεια, leave no stone unturned => να μην αφήνει κανένα λίθο ανεξέταστο,