Greek Meaning of withdraw (from)

αποσύρθηκα (από)

Other Greek words related to αποσύρθηκα (από)

Definitions and Meaning of withdraw (from) in English

withdraw (from)

No definition found for this word.

FAQs About the word withdraw (from)

αποσύρθηκα (από)

αποκόβω,απόδραση,υποχωρώ (από),(από) ξεχωρισμένος,απογειώνω (από),παραδίδω,απορρίπτω,Τάφρος,χωματερή,εγκαταλείπω

έχω,κρατώ,κρατάω,ιδιο,κατέχω,διεκδικώ,διατηρώ,παρακράτηση,λιμάνι,εξαγοράζω

with young => με νέους, with respect to => σε σχέση με, with regard to => όσον αφορά, with might and main => με όλη τη δύναμη, with a vengeance => με μανία,