Greek Meaning of withdraw (from)
αποσύρθηκα (από)
Other Greek words related to αποσύρθηκα (από)
- αποκόβω
- απόδραση
- υποχωρώ (από)
- (από) ξεχωρισμένος
- απογειώνω (από)
- παραδίδω
- απορρίπτω
- Τάφρος
- χωματερή
- εγκαταλείπω
- Παραδώσω
- απορρίπτω
- παραιτούμαι
- απαρνηθώ
- αποκηρύσσω
- αποθήκη
- παράδοση
- εκκενώνω
- απόδοση
- εγκαταλείπω
- απαρνηθώ
- Έρημος
- απαρνιέμαι
- αδιαφορία
- απόσταση
- περιπέτεια
- ξεχάσω
- εγκαταλείπω
- πετάω
- σκουπίδια
- αφήνω
- αμέλεια
- παραιτούμαι
- θυσία
- σκραπ
- να ξεφλουδίζω
Nearest Words of withdraw (from)
- withdrawing (from) => αποχώρηση (από)
- withdraws (from) => αποσύρεται (από)
- withdrew (from) => Αποσύρθηκε από.
- withershins => ανάποδα από τους δείκτες του ρολογιού
- withheld (from) => παρακρατηθείσα (από)
- withhold (from) => κρατώ (από)
- withholding (from) => παρακράτηση (από)
- withholding taxes => Φόροι που παρακρατούνται
- withholds => συγκρατεί
- within an inch of => Σχεδόν
Definitions and Meaning of withdraw (from) in English
withdraw (from)
No definition found for this word.
FAQs About the word withdraw (from)
αποσύρθηκα (από)
αποκόβω,απόδραση,υποχωρώ (από),(από) ξεχωρισμένος,απογειώνω (από),παραδίδω,απορρίπτω,Τάφρος,χωματερή,εγκαταλείπω
έχω,κρατώ,κρατάω,ιδιο,κατέχω,διεκδικώ,διατηρώ,παρακράτηση,λιμάνι,εξαγοράζω
with young => με νέους, with respect to => σε σχέση με, with regard to => όσον αφορά, with might and main => με όλη τη δύναμη, with a vengeance => με μανία,