Greek Meaning of withholding (from)

παρακράτηση (από)

Other Greek words related to παρακράτηση (από)

Definitions and Meaning of withholding (from) in English

withholding (from)

No definition found for this word.

FAQs About the word withholding (from)

παρακράτηση (από)

αποχή (από),αποφυγή,(προστασία από),αποχή (από),αρνούμενος,προηγούμενος,παραίτηση,abjuring,έλεγχος,Καταπολέμηση

υπόκλιση (προς),παραχωρώ (σε),υποταγή (σε),υποκύπτω σε,παραδίδεται σε,Εύπλαστος (προς),(συναινεῖν σε),,υποχωρώ (σε)

withhold (from) => κρατώ (από), withheld (from) => παρακρατηθείσα (από), withershins => ανάποδα από τους δείκτες του ρολογιού, withdrew (from) => Αποσύρθηκε από., withdraws (from) => αποσύρεται (από),