Greek Meaning of giving in (to)

παραχωρώ (σε)

Other Greek words related to παραχωρώ (σε)

Definitions and Meaning of giving in (to) in English

giving in (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word giving in (to)

παραχωρώ (σε)

ένταξη (σε),(συναινεῖν σε),συγκατάθεση σε,υπόκλιση (προς),παραδίδομαι (σε),,συναίνεση (σε),υποταγή (σε),υποκύπτω σε,παραδίδεται σε

μειούμενη,αρνούμενος,Απαγορεύει,αντίθετος,αρνούμαι,Απορριπτικός,(αντιρρησίας (προς)),απόρριψη,αποδοκιμαστικός,μάχη

giving in => παραχώρηση, giving ground => υποχωρώ, giving birth to => γέννηση, giving back => ανταπόδοση, giving away => που δίνεται μακριά,