Greek Meaning of brooking
brooking
Other Greek words related to brooking
- Αποδεκτός
- ρουλεμάν
- ανθεκτικός
- χειρισμός
- όρθιος
- λήψη
- ανεκτικός
- βιώσιμο
- μόνιμος
- απορροφητικός
- υποβάλλοντας προσφορά
- πηγαίνω
- χάκινγκ
- συνάντηση
- βάζω στην τσέπη
- εξέχων
- πόνος
- υποστηρίζων
- Φορεμένος
- υποστηρίζοντας
- συμβιώνει με
- συγχώνευση
- που στέκεται για
- στομάχι
- Κατάποση
- ιδρώτας
- αντέχω
- συμφωνώντας
- επιτρέποντας
- υποχωρώντας
- επιτρέποντας
- σεβόμενος
- συμφωνώ
- συγκατάθεση σε
- συναίνεση (σε)
- συμφιλιώνω
- υποταγή (σε)
- Εύπλαστος (προς)
Nearest Words of brooking
Definitions and Meaning of brooking in English
brooking (p. pr. & vb. n.)
of Brook
FAQs About the word brooking
brooking
of Brook
Αποδεκτός,ρουλεμάν,ανθεκτικός,χειρισμός,όρθιος,λήψη,ανεκτικός,βιώσιμο,μόνιμος,απορροφητικός
μειούμενη,απορρίπτω,μάχη,αντίθετος,αρνούμαι,Απορριπτικός,αποποιούμενοι,αντιστάμενο,καταπολέμηση,απόρριψη
brooked => ανεχόμενος, brooke => Μπρουκ, brook trout => Πέστροφα βουνού, brook thistle => Άκάνθα του βάλτου, brook mint => ρέμα mint,