Greek Meaning of brooking

brooking

Other Greek words related to brooking

Definitions and Meaning of brooking in English

Webster

brooking (p. pr. & vb. n.)

of Brook

FAQs About the word brooking

brooking

of Brook

Αποδεκτός,ρουλεμάν,ανθεκτικός,χειρισμός,όρθιος,λήψη,ανεκτικός,βιώσιμο,μόνιμος,απορροφητικός

μειούμενη,απορρίπτω,μάχη,αντίθετος,αρνούμαι,Απορριπτικός,αποποιούμενοι,αντιστάμενο,καταπολέμηση,απόρριψη

brooked => ανεχόμενος, brooke => Μπρουκ, brook trout => Πέστροφα βουνού, brook thistle => Άκάνθα του βάλτου, brook mint => ρέμα mint,