Greek Meaning of reconciling (to)

συμφιλιώνω

Other Greek words related to συμφιλιώνω

Definitions and Meaning of reconciling (to) in English

reconciling (to)

to cause (someone) to accept (something unpleasant)

FAQs About the word reconciling (to)

συμφιλιώνω

to cause (someone) to accept (something unpleasant)

Αποδεκτός,ανθεκτικός,χειρισμός,όρθιος,εξέχων,συμφωνώ,συγκατάθεση σε,συναίνεση (σε),υποταγή (σε),βιώσιμο

μειούμενη,απορρίπτω,μάχη,αντίθετος,αρνούμαι,Απορριπτικός,αποποιούμενοι,αντιστάμενο,απόρριψη,αποφυγή

reconcilers => συνδιαλλακτές, reconcile (to) => συμφιλιώνω (με), reconceptualize => επαναδιατύπωση έννοιας, reconcentrating => επανασυγκεντρώνοντας, reconcentrated => επανασυμπυκνωμένος,