Greek Meaning of yielding (to)

Εύπλαστος (προς)

Other Greek words related to Εύπλαστος (προς)

Definitions and Meaning of yielding (to) in English

yielding (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word yielding (to)

Εύπλαστος (προς)

προσκολλημένος (σε),σύμφωνοι με,σύμφωνος (με),αναβολή (σε),υποταγή (σε),παραδίδεται σε,επόμενος,Υπάκουος,παρατηρώντας,ένταξη (σε)

απαιτητικός,αψηφώντας,ανυπακοή,κορυφαία,βούρτσισμα (από),διερχόμενος,επαναστατώ (ενάντια),Τολμηρός,σκηνοθεσία,απορρίπτω

yielded (to) => υποχώρησε (σε), yield (to) => υποχωρώ, yesteryears => σε περασμένες εποχές, yesterdays => χθες, yesses => ναι,