Greek Meaning of bucking
τραντάγματα
Other Greek words related to τραντάγματα
Nearest Words of bucking
Definitions and Meaning of bucking in English
bucking (p. pr. & vb. n.)
of Buck
bucking (n.)
The act or process of soaking or boiling cloth in an alkaline liquid in the operation of bleaching; also, the liquid used.
A washing.
The process of breaking up or pulverizing ores.
FAQs About the word bucking
τραντάγματα
of Buck, The act or process of soaking or boiling cloth in an alkaline liquid in the operation of bleaching; also, the liquid used., A washing., The process of
σπασμωδικός,Σε σπασμούς,τράβηγμα,σπασμός,σπασίματος,συγκρούοντας,αρπάζοντας,ωτο-στόπ,ταρακούνημα,Τρέμουλο
υπόκλιση (προς),παραχωρώ (σε),Κάμψη,υποταγή (σε),υποκύπτω σε,παραδίδεται σε,Εύπλαστος (προς),παραδίδομαι (σε),υποχωρώ (σε)
buckie => Μπακί, buckhound => κυνηγόσκυλο, buck-eyed => προσεκτικός, buckeye state => Η Πολιτεία Buckeye, buckeye => Ιπποκάστανο,