Greek Meaning of buckled

λυγισμένος

Other Greek words related to λυγισμένος

Definitions and Meaning of buckled in English

Webster

buckled (imp. & p. p.)

of Buckle

FAQs About the word buckled

λυγισμένος

of Buckle

κατέρρευσε,τσαλακωμένος,αναποδογύρισμα,συνετρίβη,θρυμματισμένος,πέθανε,επίπεδο,βυθισμένος,έδωσε,υποχώρησε

τριαντάφυλλο,φουσκωμένο,πρησμένος

buckle under => υποκύπτω, buckle down => δούλεψε σκληρά, buckle => κούμπωμα, buckish => φανταχτερός, buckingham palace => Παλάτι του Μπάκιγχαμ,