Greek Meaning of buckling
Κόπιτσα
Other Greek words related to Κόπιτσα
- καταρρέων
- τσαλακώνω
- συντριβή
- που καταρρέει
- ετοιμοθάνατος
- βύθιση
- Giving = Δίνοντας
- παραχώρηση
- πηγαίνω
- βγαίνω έξω
- έκρηξη προς τα μέσα
- τήξη
- συντριπτικός
- λαγοκοιμισμένη
- υποχωρητικός
- σπάσιμο
- αναλύοντας
- έκρηξη
- καταρρέω
- ράγισμα
- αποπληθωριστικός
- αποτυχημένος
- επίπεδωση
- δίνοντας
- λιώσιμο
- σκάσιμο
- φανταστικός
- κράκ
- θρυμματισμός
- σχίση
- στάση
Nearest Words of buckling
Definitions and Meaning of buckling in English
buckling (p. pr. & vb. n.)
of Buckle
buckling (a.)
Wavy; curling, as hair.
FAQs About the word buckling
Κόπιτσα
of Buckle, Wavy; curling, as hair.
καταρρέων,τσαλακώνω,συντριβή,που καταρρέει,ετοιμοθάνατος,βύθιση,Giving = Δίνοντας,παραχώρηση,πηγαίνω,βγαίνω έξω
αυξανόμενος,Οίδημα,φουσκώνω
buckleya distichophylla => Buckleya distichophylla, buckleya => no translation provided, buckler-headed => θολωτός, buckler mustard => ριζίτη, buckler fern => Ασπιδόπτερη,