Greek Meaning of stalling
στάση
Other Greek words related to στάση
Nearest Words of stalling
Definitions and Meaning of stalling in English
stalling (n)
a tactic used to mislead or delay
FAQs About the word stalling
στάση
a tactic used to mislead or delay
αποκλεισμός,εμποδίζοντας,απορίας άξιο,απογοητευτικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,άρνηση,ακυρώνει,Ένα υλικό που καθυστερεί την καύση,ματαιώνοντας
βοήθεια,βοήθεια,υποκίνηση,ενθαρρυντικός,διευκολυντικό,καλλιέργεια,θρεπτικός,προώθηση,λείανση,χαλάρωση
stall-fed => Τρεφόμενο στο στάβλο, stall bar => Πλάγιος στύλος, stall => περίπτερο, stalkless => άμισχος, stalking-horse => Άλογο-κράχτης,