Greek Meaning of stalked
καταδιωκόμενος
Other Greek words related to καταδιωκόμενος
Nearest Words of stalked
Definitions and Meaning of stalked in English
stalked (a)
having or growing on or from a peduncle or stalk
FAQs About the word stalked
καταδιωκόμενος
having or growing on or from a peduncle or stalk
κυνηγημένος,κυνηγημένο,αιχμαλωτισμένος,σύρθηκε,καταδιωκόμενος,σκότωσα,καταδιωκόμενος,παγιδευμένος,παρακολουθούνται,παγιδευμένος
No antonyms found.
stalk => παρακολούθηση, stalino => Σταλίνο, stalinize => σταλινικοποιώ, stalinization => σταλινισμός, stalinist => Σταλινικός,