Greek Meaning of trailed
συρόμενος
Other Greek words related to συρόμενος
Nearest Words of trailed
- trailblazer => πρωτοπόρος
- trail rope => Σχοινί ρυμούλκησης
- trail riding => Ιππασία σε ορεινά μονοπάτια
- trail head => αφετηρία μονοπατιού
- trail boss => Αρχηγός μονοπατιού
- trail bike => Μηχανή trial
- trail => μονοπάτι
- tragus => Τράγος
- tragulus kanchil => Τράγουλος
- tragulus javanicus => Tragulus javanicus
- trailer => ρυμουλκούμενο
- trailer camp => Σταθμός τροχόσπιτων
- trailer park => Οικισμός τροχόσπιτων
- trailer truck => Φορτηγό με τρέιλερ
- trailhead => Αφετηρία μονοπατιού
- trailing => με καθυστέρηση
- trailing arbutus => Δαφνοϊβίσκος
- trailing edge => έσω ράχη
- trailing four o'clock => Νυχτολούλουδο
- trailing windmills => ανεμόμυλοι με ουρά
Definitions and Meaning of trailed in English
trailed (imp. & p. p.)
of Trail
FAQs About the word trailed
συρόμενος
of Trail
συνοδεύεται,κυνηγημένος,Συνοδευόμενος,ακολούθησε,καταδιωκόμενος,ιχνηλατήθηκε,παρακολουθούνται,Μάθημα,επίμονος,καταδιωκόμενος
καθοδηγούμενος,οδήγησε,επικεφαλής,πιλοταρισμένο
trailblazer => πρωτοπόρος, trail rope => Σχοινί ρυμούλκησης, trail riding => Ιππασία σε ορεινά μονοπάτια, trail head => αφετηρία μονοπατιού, trail boss => Αρχηγός μονοπατιού,