Greek Meaning of trailed

συρόμενος

Other Greek words related to συρόμενος

Definitions and Meaning of trailed in English

Webster

trailed (imp. & p. p.)

of Trail

FAQs About the word trailed

συρόμενος

of Trail

συνοδεύεται,κυνηγημένος,Συνοδευόμενος,ακολούθησε,καταδιωκόμενος,ιχνηλατήθηκε,παρακολουθούνται,Μάθημα,επίμονος,καταδιωκόμενος

καθοδηγούμενος,οδήγησε,επικεφαλής,πιλοταρισμένο

trailblazer => πρωτοπόρος, trail rope => Σχοινί ρυμούλκησης, trail riding => Ιππασία σε ορεινά μονοπάτια, trail head => αφετηρία μονοπατιού, trail boss => Αρχηγός μονοπατιού,